υπερωρία

υπερωρία
η, Ν
1. το χρονικό διάστημα τής εργασίας πέρα από το κανονικό ωράριο («δεν προλαβαίνουμε τις παραγγελίες και δουλεύουμε υπερωρίες»)
2. η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία («μού χρωστούν ακόμη δέκα υπερωρίες»)
3. φρ. «βιβλίο υπερωριών»
ναυτ. βιβλίο στο οποίο αναγράφονται οι υπερωρίες τού πληρώματος εμπορικού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερωρία — η χρονικό διάστημα εργασίας πέρα από τις κανονικές ώρες: Πληρώθηκε περισσότερο, γιατί έκανε υπερωρίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερχρόνιος — ία, ον, Α 1. αυτός που έχει υπερβεί το σύνηθες όριο ζωής, ο υπεραιωνόβιος 2. ὑπέρχρονος*, αιώνιος 3. εκπρόθεσμος 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπερχρονία α) η υπερημερία β) πληρωμή για υπερωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. ἐγ… …   Dictionary of Greek

  • υπερωριακός — ή, ό, Ν [υπερωρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις υπερωρίες («υπερωριακή απασχόληση») …   Dictionary of Greek

  • υπερωριακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την υπερωρία: Υπερωριακή εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”